- τελωνίον
- τελωνέωto be apres part act masc voc sg (doric)τελωνέωto be apres part act neut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελώνιον — custom house neut nom/voc/acc sg τελωνέω to be a imperf ind act 3rd pl (doric) τελωνέω to be a imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελωνίου — τελώνιον custom house neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελωνίῳ — τελώνιον custom house neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώνια — τελώνιον custom house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мытарьница — МЫТАРЬНИЦ|А (2*), Ѣ (А) с. Место сбора податей, пошлины: тако же и матьфѣи не мытарь ли бѣ и мимоидыи і҃с. видѣ и въ мытарьници сѣдѧща и г҃ла ѥмѹ. (ἐπὶ τὸ τελώνιον) СбТр XII/XIII, 16; остави матьфѣи мытарьницю. и възѧ ѥуа(г). (τελώνιον) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek
мыто — МЫТ|О (35), А с. 1.Подать: и придохомъ на мѣсто идеже мыто ѥмлють. (τελώνιον) ПНЧ 1296, 22; како дерзаѥте ѿ мнихъ просити мыта. Там же; тако же и ты. многи хотѧ имѣти дании. и бога(т)ство и мыто по земл(и) же и по морю приносѧ||щее. (τέλῃ) ЖВИ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
telonio — (del lat. «telonĭum», del gr. «telṓnion»; ant.) m. Oficina pública donde se pagaban antiguamente los *tributos. * * * telonio. (Del lat. telonĭum, y este del gr. τελώνιον). m. desus. Oficina pública donde se pagaban los tributos. * * * ►… … Enciclopedia Universal
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… … Dictionary of Greek